Ο διαβήτης τύπου 2 λέγεται και μη ινσουλινοεξαρτώμενος ή διαβήτης των ενηλίκων. Ο χαρακτηρισμός του ως διαβήτης των ενηλίκων, σύμφωνα με τον Ενδοκρινολόγο, οφείλεται στο γεγονός ότι κατά κανόνα εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ηλικία, χωρίς βέβαια να αποκλείεται και η εμφάνιση αυτής της μορφής σε νεαρότερης ηλικίας άτομα. Συνήθως πάντως εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας άνω των 40 χρονών και συνηθέστερα σε ηλικία άνω των 55 ετών.
Στο διαβήτη τύπου 2 το πάγκρεας παράγει ινσουλίνη. Η ινσουλίνη όμως που παράγεται δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από τον οργανισμό. Τελικά και η μορφή αυτή του διαβήτη, μπορεί να καταλήξει σε αδυναμία του σώματος να χρησιμοποιήσει το σάκχαρο σαν την κύρια πηγή ενέργειας. Ωστόσο, η επιβίωση του ατόμου δεν εξαρτάται -σε αντίθεση με το διαβήτη τύπου 1 – από την εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης, γι’ αυτό και ο διαβήτης τύπου 2 ονομάζεται και “μη ινσουλινοεξαρτώμενος”. Ο διαβήτης τύπου 2 αποτελεί τη συχνότερη μορφή διαβήτη. Περίπου το 90-95% όλων των περιπτώσεων διαβήτη είναι μορφές διαβήτη τύπου 2. Η παχυσαρκία αποτελεί σαφή προδιαθεσικό παράγοντα, αφού σε ποσοστό 80% περίπου, τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 είναι παχύσαρκα.
Τα συμπτώματα στο διαβήτη τύπου 2 εισβάλλουν σταδιακά και δεν είναι τόσο θορυβώδη, όπως εκείνα του διαβήτη τύπου 1. Αδυναμία, κόπωση, αδιαθεσία, συχνουρία (ειδικά το βράδυ), δίψα, θολή όραση, συχνές λοιμώξεις, αργή επούλωση των πληγών είναι μερικά από τα συμπτώματα που μπορεί να υποκρύπτουν τη διάγνωση του διαβήτη τύπου 2.