“Όταν ένας ασθενής έχει ιστορικό σοβαρής υπογλυκαιμίας, αυτό μπορεί να αποτελεί αρνητική ένδειξη για την έκβασή του”, δήλωσε η κύρια ερευνήτρια Alexandra Lee, από το Τμήμα Επιδημιολογίας του Johns Hopkins Bloomberg School of Public Health στη Βαλτιμόρη.
“Μέχρι τώρα νομίζαμε ότι οι υπογλυκαιμικές κρίσεις δεν έχουν μακροπρόθεσμες συνέπειες, αλλά τα ευρήματά μας δείχνουν ότι ακόμα και ένα επεισόδιο μπορεί να είναι επιζήμιο”. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι δεν είναι ξεκάθαρο από την έρευνά τους αν τα άτομα με τύπου 2 διαβήτη που παθαίνουν σοβαρή υπογλυκαιμία έχουν χειρότερη υγεία απ’ ό,τι όσοι δεν παθαίνουν ή αν η υπογλυκαιμία καθαυτή συμβάλει στο μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Η νέα έρευνα συμπεριέλαβε σχεδόν 1.200 άτομα με τύπου 2 διαβήτη, ηλικίας 45-64 ετών, τα οποία παρακολούθησαν οι επιστήμονες επί 15 χρόνια. Σχεδόν οι 200 από αυτούς έπαθαν μία σοβαρή υπογλυκαιμική κρίση για την οποία χρειάσθηκαν μεταφορά στο νοσοκομείο. Ο ένας στους τρεις από αυτούς τους ασθενείς πέθαναν μέσα σε τρία χρόνια από το επεισόδιο, κυρίως από καρδιαγγειακά αίτια. Οι ερευνητές υπολόγισαν ότι η πιθανότητα καρδιοπάθειας, εγκεφαλικού ή θανάτου ήταν διπλάσια στα άτομα που είχαν πάθει σοβαρή υπογλυκαιμία, συγκριτικά με όσα δεν είχαν πάθει.
Αυτό σημαίνει ότι οι γιατροί πρέπει να παρακολουθούν στενά τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 που μεταφέρονται στο νοσοκομείο με σοβαρή υπογλυκαιμία που τους προκαλεί απώλεια αισθήσεων ή σπασμούς, λένε οι ερευνητές.
“Η υπογλυκαιμία είναι ένας υποτιμημένος παράγοντας κινδύνου για θάνατο και καρδιαγγειακή νόσο στα άτομα με διαβήτη και πρέπει να είναι πολύ προσεκτικά ώστε η αγωγή που ακολουθούν να μην τους οδηγεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα γλυκόζης αίματος”, δήλωσε η ερευνήτρια Elizabeth Selvin, καθηγήτρια Επιδημιολογίας στο Johns Hopkins.