Πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Internal Medicine έδειξε ότι η διάρκειά της εμμηνόπαυσης είναι τελικά πολύ μεγαλύτερη από όσο πίστευαν παλαιότερα οι επιστήμονες.
Συγκεκριμένα η μελέτη διαπίστωσε ότι η εμμηνοπαυσιακή περίοδος κυμαίνεται από 3,5 έως 14 χρόνια, με μέση διάρκεια να είναι τα 7,4 χρόνια. Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες, η εμμηνόπαυση ξεκινά 12 μήνες έπειτα από την τελευταία έμμηνο ρύση. Όμως, σχεδόν επτά στις δέκα γυναίκες αρχίζουν να έχουν συμπτώματα πριν αρχίσει η διαταραχή του έμμηνου κύκλου. Η ακριβή της διάρκεια δεν είναι και τόσο εύκολο να υπολογιστεί, καθώς παρουσιάζει διακυμάνσεις από γυναίκα σε γυναίκα.
Με τη νέα μελέτη οι ειδικοί παρατήρησαν ότι οι διακυμάνσεις αυτές είναι μεγάλο χρονικό διάστημα και κάποιες γυναίκες έχουν τελειώσει στα 3,5 χρόνια ενώ, κάποιες άλλες φτάνουν να ταλαιπωρούνται μέχρι και 14 έτη. Ωστόσο, όπως αναφέρουν οι ειδικοί, η διάρκεια αυτή σταματά να ισχύει όταν υπάρξει ιατρικώς προκαλούμενη εμμηνόπαυση όπως για παράδειγμα με χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών, χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία που καταστρέφουν τις ωοθήκες ή χρήση ορισμένων φαρμάκων), η οποία είναι απότομη και οριστική.
Η φυσική εμμηνόπαυση ξεκινά στα 50 έτη της γυναίκας, αλλά αυτό δεν είναι σταθερό για όλες τις γυναίκες καθώς, μπορεί να αρχίσει σε οποιαδήποτε ηλικία μεταξύ 35 και 60 ετών. Τα βασικά σημεία στα οποία πρέπει κάθε γυναίκα να εστιάσει είναι τα συμπτώματα τα οποία ποικίλλουν από γυναίκα σε γυναίκα, οι ισχυροί πονοκέφαλοι, ειδικά για όσες είχαν και πριν την εμμηνόπαυση, διότι όπως έχει αποδειχθεί οι πονοκέφαλοι αυτοί επηρεάζονται αρνητικά από τις ορμόνες που μεταβάλλονται.
Επιπλέον, οι γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν ότι η εμμηνόπαυση μπορεί να μην θεωρείται γόνιμη περίοδος για τη γυναίκα, ωστόσο, δεν έχει αποκλειστεί μια εγκυμοσύνη, ειδικά στις νεότερες γυναίκες.
Επιπροσθέτως, η εμμηνόπαυση μπορεί σε κάποιες γυναίκες να μειώσει την ερωτική επιθυμία ενώ, κάποιες άλλες γυναίκες έχουν παραπονεθεί ότι έχουν πάρει περιττά κιλά. Οι λόγοι στην πρώτη περίπτωση είναι οι αλλαγές στις ορμόνες της γυναίκας ενώ, στη δεύτερη περίπτωση είναι ότι επιβραδύνεται ο μεταβολισμός της.
Η χορήγηση ορμονών για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της εμμηνόπαυσης έχει σχετισθεί με ορισμένους κινδύνους και έτσι το αν θα προταθεί σε μια γυναίκα ή όχι, εξαρτάται από το ατομικό ιατρικό ιστορικό και τους παράγοντες κινδύνου για καρκίνο και καρδιοπάθεια που έχει. Γενικώς, η ορμονοθεραπεία δεν είναι ό,τι καλύτερο για γυναίκες κοντά στα 60 ή για όσες έχουν αυξημένη χοληστερόλη, υπέρταση, παχυσαρκία ή ιστορικό καπνίσματος. Δεν συνιστάται επίσης σε γυναίκες με ορισμένα προβλήματα υγείας, όπως καρκίνο του μαστού ή ανεξήτητη κολπική αιμορραγία. Αν, όμως, η γυναίκα είναι γύρω στα 45-50, υγιής και χωρίς παράγοντες κινδύνου, μπορεί να είναι κατάλληλη υποψήφια.