Σχεδόν κάθε δεύτερη γυναίκα στη μελέτη είχε σημάδια σεξουαλικής δυσλειτουργίας, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Malmö. Για τους σκοπούς της μελέτης, εστάλη ένα ερωτηματολόγιο σε γυναίκες ηλικίας μεταξύ 45 και 66 ετών, οι οποίες είχαν ζήσει με διαβήτη τύπου 1 για περισσότερα από 15 χρόνια. «Επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σε γυναίκες που είχαν διαβήτη τύπου 1 για μεγάλο χρονικό διάστημα για να διερευνήσουμε την εμφάνιση επιπλοκών στη σεξουαλική λειτουργία μόνο για αυτήν την επιλεγμένη ομάδα», εξηγεί η Anne-Marie Wangel, ανώτερη λέκτορας από το Πανεπιστήμιο του Malmö. 212 γυναίκες απάντησαν στην έρευνα κατά την οποία τους έγιναν ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική λειτουργία, τα επίπεδα επιθυμίας, την ικανότητα διέγερσης και τον πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας. Από αυτές που απάντησαν, το 45 τοις εκατό εμφάνισε σημάδια σεξουαλικής δυσλειτουργίας.

«Μία στις τρεις είχε προβλήματα με το αίσθημα της σεξουαλικής διέγερσης, σχεδόν μία στις πέντε ένιωθε πόνο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής δραστηριότητας και μία στις τέσσερις είχε προβλήματα να υγρανθεί κατά την διέγερση», εξηγεί η Wangel.

Η σεξουαλική δυσλειτουργία μπορεί να συνδεθεί με μειωμένη ποιότητα ζωής και κατάθλιψη. Συνεπώς, η μελέτη περιελάμβανε επίσης ερωτήσεις σχετικά με τα συμπτώματα της κατάθλιψης. Όταν οι γυναίκες απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με σημάδια κατάθλιψης και ψυχικής ασθένειας, το 15 τοις εκατό δήλωσαν ότι είχαν επαναλαμβανόμενες σκέψεις να βλάψουν τον εαυτό τους.

Βρέθηκε επίσης μια στατιστική συσχέτιση μεταξύ της χαμηλής σεξουαλικής λειτουργίας και των συμπτωμάτων της κατάθλιψης.

«Μια λύση για το πώς οι επαγγελματίες υγείας μπορούν να γίνουν καλύτεροι στον εντοπισμό αυτών των ζητημάτων είναι να κάνουν ερωτήσεις ανοιχτού τύπου στις γυναίκες ή να κάνουν ετήσιο έλεγχο με ερωτήσεις, για παράδειγμα, σχετικά με τη σεξουαλικότητα ή το πώς νιώθουν ψυχικά», λέει η Wangel. “Οι γυναίκες μπορεί να κάνουν τις ετήσιες εξετάσεις τους, που εστιάζουν σε ιατρικά ζητήματα και δόσεις ινσουλίνης, αλλά ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική λειτουργία ή προβλήματα του ουροποιητικού, του κόλπου και του αιδοίου – όπως πόνος ή ξηροί βλεννογόνοι – μπορεί να μην περιλαμβάνονται. Η ιατρική ομάδα πρέπει επίσης να μπορεί να αναγνωρίσει ζητήματα ψυχικής υγείας και να μπορεί να τις παραπέμψει, εάν απαιτείται, σε ψυχολόγο ή σύμβουλο», προσθέτει.