Πρόσφατα μεγάλη ελληνική επιδημιολογική μελέτη 124.133 μαθητών (Grigorakis et al. 2015) ανέφερε ότι περίπου 1 στα 10 παιδιά (8,8 %) ηλικίας 9-11 ετών στην Ελλάδα είναι παχύσαρκα (9,6% αγόρια και 8,0% κορίτσια, p<0.001) και 2,5 στα 10 (24,8%) είναι υπέρβαρα (24,7% αγόρια και 24,9% κορίτσια). Το σύνολο των υπέρβαρων και παχύσαρκων ανέρχεται στο 33,6% γεγονός που σημαίνει ότι περισσότερα από 3 στα 10 παιδιά είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.

Την ίδια ώρα, επίσης παραπάνω από 3 στα 10 παιδιά (33,4%) εμφανίζουν παχυσαρκία κεντρικού τύπου (36,0% αγόρια και 30,7% κορίτσια, p<0.001). Το συγκεκριμένο ποσοστό εμφανίζεται ως ένα από τα υψηλότερα παγκοσμίως αναδεικνύοντας ένα σοβαρό εθνικό πρόβλημα που λαμβάνει σχεδόν επιδημικές διαστάσεις.

Ως κεντρικού τύπου παχυσαρκία στα παιδιά ορίζεται η συγκέντρωση σωματικού λίπους στην περιοχή της κοιλιάς (Λόγος Περιμέτρου Μέσης / Ύψος: WHtR > 0,5), η οποία λόγω της φλεγμονώδους φύσης του κοιλιακού λίπους μπορεί να επιφέρει σοβαρούς κινδύνους στην υγεία.

Τα τελευταία ερευνητικά δεδομένα αναφέρουν ότι η κεντρική παιδική παχυσαρκία αποτελεί ισχυρό παράγοντα κινδύνου, κυρίως για διαταραχές του μεταβολισμού και καρδιομεταβολικές παθήσεις, συμπεριλαμβανομένων του σακχαρώδους διαβήτη και των καρδιαγγειακών νοσημάτων σε παιδιά.

Συμπερασματικά, τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν ότι ο επιπολασμός της παιδικής παχυσαρκίας στη χώρα μας βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Σε ορισμένες συνήθειες του τρόπου ζωής των παιδιών όπως είναι η συχνότητα λήψης πρωινού γεύματος και κατανάλωσης μικρογευματιδίων, σε συνδυασμό με το βαθμό συμμετοχής σε καθιστικές δραστηριότητες, θα πρέπει να δοθεί απαραίτητη προσοχή ώστε να αποτελέσουν συστατικά στρατηγικών παρεμβάσεων που θα στοχεύσουν στην αποτελεσματική αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας.