Άνθρωποι των οποίων οι γονείς χώρισαν όταν αυτοί ήταν παιδιά εμφάνιζαν χαμηλότερα επίπεδα οξυτοκίνης στην ενήλικο ζωή σε σχέση με αυτούς των οποίων οι γονείς παρέμειναν παντρεμένοι, έδειξε νέα έρευνα του Baylor University. Το χαμηλότερο επίπεδο μπορεί ενδεχομένως να παίζει ρόλο στο να δυσκολεύονται να δημιουργούν σχέσεις εγγύτητας ως ενήλικες
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι η οξυτοκίνη είναι ευαίσθητη στην επίδραση στρεσογόνων γεγονότων στα πρώτα χρόνια ζωής.
Η νέα έρευνα έγινε σε 128 ανθρώπους 18 έως 62 ετών στις ΗΠΑ. Ποσοστό 27.3% έδειξε ότι οι γονείς τους είχαν χωρίσει. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων όταν χώρισαν οι γονείς ήταν τα 9 έτη. Φάνηκε ότι επίπεδα οξυτοκίνης ήταν σημαντικά χαμηλότερα σε ανθρώπους που είχαν την εμπειρία διαζυγίου γονεων σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν και συνδέονταν με αντιδράσεις σε αρκετές μετρήσεις συναισθηματικής εγγύτητας.
Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα επίπεδα οξυτοκίνης επηρεάζονται αρνητικά από το διαζύγιο των γονέων και ενδεχομένως συνδέονται με άλλες επιδράσεις που έχουν παρατηρηθεί σε ανθρώπους με αυτή την εμπειρία.
Αφού οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια, συλλέχτηκαν δείγματα ούρων και οι ερευνητές ανέλυσαν τις συγκεντρώσεις οξυτοκίνης. Τα επίπεδα ήταν πολύ χαμηλότερα σε ανθρώπους των οποίων οι παιδικές εμπειρίες περιλάμβαναν διαζύγιο γονέων.
Περαιτέρω ανάλυση έδειξε ότι αυτοί αξιολόγησαν τους γονείς τους ως ανθρώπους που έδειχναν λιγότερη έγνοια και ήταν πιο αδιάφοροι, ενώ αξιολόγησαν τους πατέρες ως πιο κακοποιητικούς. Όσοι είχαν την εμπειρία διαζυγίου γονέων είχαν λιγότερη αυτοπεποίθηση, ήταν λιγότερο άνετοι με την εγγύτητα και λιγότερο ασφαλείς στις σχέσεις. Αξιολόγησαν το στυλ φροντίδας που οι ίδιο έδειχναν, ως λιγότερο ευαίσθητο και στενό.
H έρευνα δημοσιεύτηκε στο Journal of Comparative Psychology.