Η διαλείπουσα νηστεία είναι μια σχετικά νέα πρόταση διατροφής για ρύθμιση και έλεγχο του σωματικού βάρους. Βιώνει μια αύξηση της δημοτικότητας, αποκτώντας όλο και περισσότερο οπαδούς, λόγω της ευκολίας στην τήρησή της και των πολλών αναφερόμενων ωφελειών για την υγεία.

Η έννοια της διαλείπουσας νηστείας αναφέρεται σε ένα φάσμα διατροφικών συμπεριφορών που στοχεύουν στη διακοπή της σκόπιμης κατανάλωσης ενέργειας (δηλαδή νηστεία), για παρατεταμένες χρονικές περιόδους, συνήθως μεταξύ 16 και 24 ωρών, σε ένα κανονικό ή ελεύθερο κατά τα άλλα πρόγραμμα διατροφής.

Αρκετά άτομα μπορεί να υιοθετήσουν αυτά τα διατροφικά πρότυπα,όχι απλά μόνο σαν μέσο απώλειας βάρους αλλά και για τα υποσχόμενα οφέλη για την υγεία τους. Τα οφέλη αυτά υποστηριζόμενα από ανεκδοτικά στοιχεία, συμπεριλαμβάνουν από την καλύτερη ρύθμιση του Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2 και τη μείωση των επιπλοκών του, μέχρι τη θεραπεία και την αναστροφή του διαβήτη.

Μέχρι σήμερα, η διαλείπουσα νηστεία σε ασθενείς με Τ2Δ έχει μελετηθεί μόνο σε λίγες μικρές, βραχυπρόθεσμες δοκιμές που απέδωσαν περιορισμένες ενδείξεις για το όφελος της. Πρόσφατα, μια ομάδα ερευνητών εξέτασε τα στοιχεία για τα οφέλη στην υγεία και την ασφάλεια της διαλείπουσας νηστείας για όσες μελέτες υπήρχαν σε αυτήν την ομάδα ασθενών.

Επιλέχθηκαν, συγκεκριμένα, μελέτες όπου, η διαλείπουσα νηστεία ορίστηκε ως χρονικά περιορισμένη σίτιση ή νηστεία σε εναλλακτικές ημέρες κατά τη διάρκεια 1-4 ημερών της εβδομάδας, με μόνο νερό, χυμό ή ζωμό βοδινού και όχι περισσότερες από 700 θερμίδες να καταναλώνονται κατά τις ημέρες της νηστείας.

Συνολικά, οι συγγραφείς της μελέτης βρήκαν επτά δημοσιευμένες μελέτες νηστείας σε ασθενείς με Τ2Δ – μόνο μία μελέτη είχε πάνω από 63 ασθενείς. Οι περισσότερες μελέτες ήταν μικρής διάρκειας, πραγματοποιήθηκαν περίπου 4 μήνες ή λιγότερο, και αξιολόγησαν πέντε διαφορετικές συχνότητες νηστείας.

Όλες οι μελέτες ανέφεραν μια σχέση μεταξύ της διαλείπουσας νηστείας και της απώλειας βάρους, ενώ η πλειονότητα σημείωσε επίσης μειωμένη A1c και βελτιωμένα επίπεδα γλυκόζης, ποιότητα ζωής και αρτηριακής πίεσης. Λόγω της έλλειψης ομοιογένειας στο σχεδιασμό, τα μέτρα και τις μορφές διατροφής, δεν ήταν δυνατόν να εξαχθούν ουσιαστικά κλινικά συμπεράσματα.

Επιπλέον, μόνο μία μελέτη ασχολήθηκε με την ασφάλεια δύο διαλειπόντων θεραπειών νηστείας, διαπιστώνοντας ότι και οι δύο αύξησαν τη συχνότητα εμφάνισης υπογλυκαιμικών επεισοδίων παρά τη χρήση ενός πρωτοκόλλου αλλαγής δόσης φαρμάκου.

Οι ασθενείς με υπάρχοντα διαβήτη που παρουσίασαν απώλεια βάρους είδαν ένα όφελος από τη βελτίωση της γλυκόζης, της αρτηριακής πίεσης και των επιπέδων λιπιδίων, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Ενώ η απώλεια βάρους που σχετίζεται με τη διαλείπουσα νηστεία φαίνεται να είναι παρόμοια με εκείνη που επιτυγχάνεται με περιορισμό των θερμίδων, στην περίπτωση των ασθενών με Διαβήτη τύπου 2, ιδίως σε αυτούς που θεραπεύονται με ινσουλίνη, μπορεί να ενέχει αυξημένο κίνδυνο γλυκαιμικής μεταβλητότητας (πολύ χαμηλές αλλά και πολύ υψηλές διακυμάνσεις του σακχάρου μέσα στο 24ωρο). Η υπογλυκαιμία μπορεί να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της νηστείας και η υπεργλυκαιμία κατά τη διάρκεια της σίτισης, σημειώνουν οι ερευνητές, δημιουργώντας δυνητικά επικίνδυνες κλινικές επιπτώσεις.

Ως εκ τούτου, συστήνεται η ανάγκη για στενή παρακολούθηση του σακχάρου με στόχο την ανίχνευση της γλυκαιμικής μεταβλητότητας σε ευαίσθητους ασθενείς που ακολουθούν αυτήν τη διατροφή, καθώς και σε όλες τις μελέτες κλινικών παρεμβάσεων που εφαρμόζεται διαλείπουσα νηστεία σε ασθενείς με Τ2Δ.