Πρόκειται για ένα καλοήθες ογκίδιο (αδένωμα) που καθώς μεγαλώνει, εκκρίνει προοδευτικά μεγάλες ποσότητες θυροξίνης, περνώντας έτσι από την ασυμπτωματική φάση (αυτόνομο αδένωμα) μέχρι την πλήρη εκδήλωση του υπερθυρεοειδισμού (τοξικό αδένωμα). Η απαλλαγή του ασθενούς από τον υπερθυρεοειδισμό, που αποτελεί τον κύριο στόχο της θεραπείας, μπορεί να επιτευχθεί με αντιθυρεοειδικά φάρμακα, με λήψη ραδιενεργού ιωδίου και με τη χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος.

 

 

Η θυρεοειδεκτομή κρίνεται ιδανική συγκριτικά με τις άλλες θεραπείες για τους εξής λόγους:

1) Αποτελεί οριστική θεραπεία του υπερθυρεοειδισμού.

2) Μετεγχειρητικά ο ασθενής παραμένει με έναν υγιή λοβό, με φυσιολογική λειτουργία.

3) Πρόκειται για μια επέμβαση, που όταν διενεργείται από έμπειρα χέρια, είναι σύντομη και ασφαλής.

4) Δίνεται η δυνατότητα ανακάλυψης και θεραπείας ενός συνυπάρχοντος, μη ανιχνεύσιμου ή λανθάνοντος καρκινώματος του θυρεοειδούς (10-16%). Συνήθως αυτά είναι μικρό-καρκινώματα, που τις περισσότερες φορές η ανακάλυψή τους είναι ανέφικτη με το σπινθηρογράφημα, και πολύ δύσκολη με το υπερηχογράφημα.

Χειρουργική επέμβαση διεθνώς αποδεκτή σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι η λοβεκτομή – ισθμεκτομή του λοβού που φιλοξενεί το αδένωμα. Εάν ο όζος βρίσκεται εντοπισμένος στον ισθμό του θυρεοειδούς, τότε η ισθμεκτομή και η αφαίρεση της κεντρικής μοίρας των λοβών είναι η συνιστώμενη επέμβαση. Η αφαίρεση του πάσχοντος λοβού μπορεί να επιτευχθεί εστιασμένα ή ενδοσκοπικά με μικρή τομή κάτω των 2 εκ..