Παιδιά που γεννιούνται με υψηλό ή χαμηλό σωματικό βάρος είναι πιο πιθανό να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα στην εφηβεία και έχουν υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, αναφέρει πρόσφατη έρευνα.
Ερευνητές του Medical College of Georgia ανακάλυψαν ότι παιδιά στα δυο άκρα του φάσματος βάρους κατά τη γέννηση έχουν υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν λίπος γύρω από τα όργανα καθώς και αντίσταση στην ινσουλίνη και φλεγμονή, που μπορεί ενδεχομένως να μην τροποποιηθούν μέσω της διατροφής και του τρόπου ζωής. Ενώ μωρά με υψηλό βάρος στη γέννηση έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο για παχυσαρκία και άλλα προβλήματα υγείας, οι ερευνητές δήλωσαν ότι δεν είναι σίγουροι σχετικά με το γιατί αληθεύει το ίδιο για το χαμηλό βάρος στη γέννηση.
Ο Dr. Brian Stansfield, του Medical College of Georgia at Augusta University, δήλωσε ότι το μωρό, 2,5 κιλών άσχετα από το αν μεγαλώνοντας θα γίνει παχύσαρκο, λεπτό η φυσιολογικού βάρους, πρόκειται να έχει περισσότερη σπλαχνική παχυσαρκία σε σχέση με παρόμοιο παιδί που έχει φυσιολογικό βάρος στη γέννηση.
Για την έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of Pediatrics, ερευνητές συνέλεξαν πληροφορίες από γονείς σχετικά με το βάρος που είχαν στη γέννηση 575 έφηβοι, μεταξύ 14 και 18 ετών, έλαβαν δείγματα αίματος για κάθε παιδί και μέτρησαν τη γλυκόζη, την ινσουλίνη, τα λιπίδια, τη λεπτίνη, την αδιπονεκτίνη και τη C αντιδρώσα πρωτεΐνη. Οι ερευνητές μέτρησαν επίσης τον υποδόριο κοιλιακό λιπώδη ιστό και τον σπλαχνικό λιπώδη ιστό σε κάθε παιδί. Ανακάλυψαν ότι έφηβοι που γεννήθηκαν με χαμηλό βάρος είχαν παρόμοια σώματα με αυτούς που γεννήθηκαν με μέτριο βάρος, αλλά υψηλότερη σπλαχνική παχυσαρκία και υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης-και τα δυο συνδέονται με παχυσαρκία και υψηλότερο ΔΜΣ. Παιδιά που γεννήθηκαν με μεγάλο βάρος φάνηκε να έχουν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να είναι παχύσαρκα σε σχέση με τα παιδιά που γεννήθηκαν με μέτριο βάρος.