Μια διατροφή που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, ειδικά διαλυτές ίνες, συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο να εμφανιστεί άνοια. Αυτό δείχνει, νέα έρευνα Ιαπώνων επιστημόνων.
Οι ερευνητές διεξήγαγαν μια διατροφική έρευνα σε περίπου 3.700 υγιείς μεσήλικες ενήλικες και στη συνέχεια τους παρακολούθησαν για έως και 20 χρόνια. Διαπίστωσαν ότι οι συμμετέχοντες που κατανάλωναν τις περισσότερες φυτικές ίνες είχαν περίπου 25% χαμηλότερο κίνδυνο να αναπτύξουν άνοια στην μετέπειτα ζωή τους. “Αυτή η μελέτη έδειξε ότι τα άτομα με υψηλή πρόσληψη διαιτητικών ινών, ειδικά διαλυτών ινών, έχουν χαμηλότερο κίνδυνο άνοιας”, είπε ο επικεφαλής ερευνητής της μελέτης, δρ. Kazumasa Yamagishi, από το πανεπιστήμιο της Τσουκούμπα στην Ιαπωνία. «Υπάρχουν ακόμη πολλά που δεν γνωρίζουμε σχετικά με τα αίτια της άνοιας και δεν είναι σκόπιμο να προσδιοριστεί η αιτιότητα με βάση τα αποτελέσματα μιας μεμονωμένης μελέτης όπως αυτή”, επισήμανε ο δρ. Yamagishi.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nutrition Neuroscience.
Η αλληλεπίδραση εγκεφάλου-εντέρου έχει τραβήξει τα τελευταία χρόνια την προσοχή των επιστημόνων για την πιθανή εμπλοκή της στην ανάπτυξη άνοιας. “Η έννοια της αλληλεπίδρασης εγκεφάλου-εντέρου προέκυψε από την ιδέα ότι το κεντρικό νευρικό σύστημα επικοινωνεί αμφίδρομα με τη γαστρεντερική οδό. Αυτό υποδηλώνει ότι το μικροβίωμα του εντέρου μπορεί να επηρεάσει την πλαστικότητα του εγκεφάλου και τη γνωστική λειτουργία”, αναφέρουν οι ερευνητές.
Μια υψηλής περιεκτικότητας σε διαλυτές φυτικές ίνες διατροφή εξασθενεί τη νευροφλεγμονή σε ποντίκια πειραματόζωα. Άλλες μελέτες σε ζώα έχουν δείξει ότι οι αδιάλυτες ίνες μπορεί επίσης να έχουν ευεργετική επίδραση στο μικροβίωμα. Οι ερευνητές ήθελαν να δουν εάν η πρόσληψη διαιτητικών ινών (ειδικά διαλυτών ινών) σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο άνοιας. Διερεύνησαν επίσης εάν υπήρχε διαφορά μεταξύ της άνοιας σε ασθενείς με και χωρίς ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου.
Σε μια προηγούμενη μελέτη, οι ίδιοι ερευνητές εντόπισαν μια αντίστροφη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης φασολιών, τα οποία είναι πλούσια σε φυτικές ίνες, και του κινδύνου άνοιας. Στην τελευταία μελέτη, οι ερευνητές επέκτειναν τις αναλύσεις στην πρόσληψη διαιτητικών ινών ολικών, διαλυτών και αδιάλυτων ινών, καθώς και άλλων τροφίμων που περιέχουν φυτικές ίνες, όπως πατάτες, λαχανικά και φρούτα. Ωστόσο, ξεχώρισαν τις πατάτες από άλλα λαχανικά, επειδή η σύνθεση του αμύλου στις πατάτες διαφέρει.
“Οι διαιτητικές ίνες είναι μια θρεπτική ουσία που βρίσκεται στα δημητριακά, τις πατάτες, τα λαχανικά και τα φρούτα και είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τα βακτήρια του εντέρου”, είπε ο δρ. Yamagishi. «Πρόσφατα, ορισμένες πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι τα εντερικά βακτήρια μπορεί να εμπλέκονται σε γνωστικές λειτουργίες, καθώς και σε ασθένειες του πεπτικού συστήματος. Ωστόσο, δεν έχουν υπάρξει μελέτες που να έχουν πραγματικά εξετάσει τη σχέση μεταξύ της πρόσληψης διαιτητικών ινών και του επακόλουθου κινδύνου άνοιας στον γενικό πληθυσμό”, πρόσθεσε.
Οι 3. 739 συμμετέχοντες κυμαίνονταν σε ηλικία από 40 – 64 ετών (μέση ηλικία 51 έτη) και συμμετείχαν σε ετήσιους ελέγχους υγείας από το 1985 έως το 1999. Οι πιθανοί παράγοντες κινδύνου για άνοια καταγράφηκαν στην αρχή της έρευνας. Στη συνέχεια, οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν για 19,7 χρόνια κατά μέσο όρο, για να επιβεβαιωθεί η άνοια (αν υπήρχε). Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όσες περισσότερες φυτικές ίνες (ειδικά διαλυτές ίνες) κατανάλωναν από την μέση ηλικία οι συμμετέχοντες, τόσο μικρότερη ήταν η πιθανότητα να αναπτύξουν άνοια σε κάποια αργότερη φάση της ζωής τους.
“Η συσχέτιση ήταν πιο εμφανής για την πρόσληψη διαλυτών ινών και περιοριζόταν στην άνοια χωρίς ιστορικό εγκεφαλικού”, αναφέρουν οι συγγραφείς. “Οι ακριβείς μηχανισμοί είναι επί του παρόντος άγνωστοι, αλλά ενδέχεται να περιλαμβάνουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του εντέρου και του εγκεφάλου”, δήλωσε ο δρ. Yamagishi.
«Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι οι διαλυτές φυτικές ίνες ρυθμίζουν τη σύνθεση των βακτηρίων του εντέρου. Αυτή η σύνθεση μπορεί να επηρεάσει τη νευροφλεγμονή, η οποία παίζει ρόλο στην εμφάνιση της άνοιας. Είναι επίσης πιθανό οι διαιτητικές ίνες να μειώνουν άλλους παράγοντες κινδύνου για άνοια, όπως το σωματικό βάρος, την αρτηριακή πίεση, τα λιπίδια και τα επίπεδα γλυκόζης”, πρόσθεσε.