Χαμηλότερα επίπεδα μιας ορμόνης που παράγεται από τις ωοθήκες συνδέoνται με κίνδυνο οστικής απώλειας στην εμμηνόπαυση, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα.
Ερευνητές του University of California Los Angeles, ανακάλυψαν ότι ο έλεγχος για τις συγκεκριμένες ορμόνες σε γυναίκες που βρίσκονται στην προεμμηνόπαυση ή στην αρχή της εμμηνόπαυσης δείχνει το πιθανό ποσοστό οστικής απώλειας, υποδεικνύοντας ότι η έγκαιρη παρέμβαση- αύξηση της άσκησης ή της πρόσληψης ασβεστίου και βιταμίνης D- μπορεί ενδεχομένως να είναι πιθανό να επιβραδύνει ή να προλάβει την πάθηση.
Η αντιμυλλέριος ορμόνη αποτελεί δείκτη για την υγεία των ωοθηκών που η νέα έρευνα συνδέει με την πτώση στην οστική πυκνότητα της σπονδυλικής στήλης και του μηριαίου οστού, σημειώνουν οι ερευνητές. Η οστική δύναμη σε μεγαλύτερες ηλικίας και η ικανότητα αποφυγής καταγμάτων ισχίου και σπονδυλικής στήλης εξαρτώνται από την οροφή της οστικής μάζας στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής και της ποσότητας οστικής απώλειας κατά τη διάρκεια και έπειτα από τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση, σημειώνουν οι ερυενητές.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Dr. Arun Karlamangla, καθηγητή στο UCLA, ανέλυσαν στοιχεία 474 γυναικών, 42 έως 52 ετών, που βρίσκονταν στην προεμμηνόπαυση ή στην αρχή της εμμηνόπαυσης, είχαν άθικτη μήτρα με τουλάχιστον μια ωοθήκη και δεν λάμβαναν ορμόνες. Ανακάλυψαν ότι κάθε τετραπλάσια μείωση της ορμόνης συνδεόταν με 0,15% ταχύτερη μείωση της οστικής πυκνότητας και 0,13%, ανά έτος, ταχύτερη μείωση της πυκνότητας του αυχένα του μηριαίου οστού.
Η ίδια πτώση στην ορμόνη συνδέθηκε επίσης με 18% αύξηση των πιθανοτήτων πιο γρήγορης από το μέσο όρο πτώσης της οστικής πυκνότητας της σπονδυλικής στήλης και 17% αύξηση των πιθανοτήτων μείωσης στον αυχένα του μηριαίου Οστού. Οι ερευνητές υποδεικνύουν ότι έγκαιρη παρέμβαση θα μπορούσε να βοηθήσει να αποφευχθεί η οστική απώλεια σε γυναίκες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο στην εμμηνόπαυση.