Η υψηλότερη κατανάλωση ψαριού, περιλαμβανομένου του τόνου και του μη τηγανιτού, φαίνεται σε έρευνα να συνδέεται με μεγαλύτερο κίνδυνο μελανώματος. Η μεγάλη έρευνα δημοσιεύτηκε στο Cancer Causes & Control.
Τα αποτελέσματα προηγούμενων ερευνών ήταν αντικρουόμενα.
Ερευνητές του Brown University, στις ΗΠΑ, ανακάλυψαν ότι σε σύγκριση με όσους έτρωγαν κατά μέσον όρο καθημερινά 3,2 γρ. ψάρι, ο κίνδυνος μελανώματος ήταν 22% υψηλότερος σε όσους κατανάλωναν καθημερινά 42,8 γρ. Επίσης όσοι είχαν καθημερινή κατανάλωση 42.8 γρ. εμφάνιζαν 28% αυξημένο κίνδυνο για μελάνωμα in situ – έναντι όσων κατανάλωναν 3.2 γρ.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία 491.367 ενηλίκων που συμμετείχαν σε έρευνα το 1995 και 1996, με μέση ηλικία τα 62 χρόνια. Οι συμμετέχοντες ανέφεραν τη συχνότητα κατανάλωσης ψαριού τον προηγούμενο χρόνο και το μέγεθος μερίδας. 5.034 συμμετέχοντες (1.0%) εμφάνισαν μελάνωμα στη διάρκεια της έρευνας και 3.284 (0.7%) εμφάνισαν μελάνωμα σταδίου 0.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι υψηλότερη πρόσληψη μη τηγανιτού ψαριού και τόνου συνδεόταν με αυξημένο κίνδυνο μελανώματος και μελανώματος σταδίου 0. Όσοι είχαν μέση καθημερινή κατανάλωση τόνου 14.2 γρ. είχαν 20% υψηλότερο κίνδυνο μελανώματος και 17% υψηλότερο για μελάνωμα σταδίου 0 σε σύγκριση με αυτούς που κατανάλωναν την ημέρα 0.3 γρ. κατά μέσον όρο.
Μέση πρόσληψη 17.8 γρ. μη τηγανιτού ψαριού ημερησίως συνδεόταν με 18% υψηλότερο κίνδυνο μελανώματος και 25% υψηλότερο για μελάνωμα σταδίου 0 σε σύγκριση με 0.3 γρ. μη τηγανιτού ψαριού. Δεν εντοπίστηκε σημαντική σχέση μεταξύ τηγανιτού ψαριού και κινδύνου μελανώματος ή μελανώματος σταδίου 0.
Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι η έρευνα παρατήρησης δεν επιτρέπει να εξαχθούν συμπεράσματα για αιτιατή σχέση.