Ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του πόσο μόνοι νιώθουμε -υπό το πρίσμα της ποιότητας των διαπροσωπικών σχέσεων και όχι αυτή καθαυτή την έλλειψη κοινωνικής επαφής- και μεταγενέστερης εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2 καταγράφει νέα ερευνητική μελέτη του King’s College του Λονδίνου.
Τα ευρήματα της μελέτης, τα οποία δημοσιεύονται στο Diabetologia, υποδηλώνουν ότι η βοήθεια προς τους ανθρώπους στο να διαμορφώσουν και να βιώσουν θετικές και ποιοτικές σχέσεις στη ζωή τους θα μπορούσε να αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο στις στρατηγικές πρόληψης για τον διαβήτη τύπου 2.
Ιδιαίτερα εντυπωσιακό στοιχείο της μελέτης, σύμφωνα με την επικεφαλής ερευνήτρια Δρ Ruth Hackett, είναι πως η συσχέτιση παραμένει ισχυρή ακόμη και όταν λαμβάνονται υπόψη παράγοντες σημαντικοί ως προς την εκδήλωση διαβήτη, όπως το κάπνισμα, η πρόσληψη αλκοόλ και η γλυκόζη στο αίμα, καθώς και παράγοντες ψυχικής υγείας όπως η κατάθλιψη. Αναλύθηκαν δεδομένα για συνολικά 4112 ενήλικες ηλικίας 50 ετών και άνω από το 2002 έως το 2017. Κατά την έναρξη της καταγραφής των σχετικών δεδομένων ουδείς εκ των συμμετεχόντων είχε παρουσιάσει διαβήτη και η γλυκόζη στο αίμα τους κυμαινόταν σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η μελέτη κατέδειξε ότι σε περίοδο 12 ετών 264 άτομα εμφάνισαν διαβήτη τύπου 2 και ο βαθμός μοναξιάς που ανέφεραν πως βίωναν κατά την έναρξη της συλλογής δεδομένων ανέκυψε ως σημαντικός προγνωστικός παράγοντας για την εκδήλωση διαβήτη τύπου 2 αργότερα στη ζωή τους. Η συσχέτιση παρέμεινε ανεπηρέαστη όταν προσμετρήθηκαν παράγοντες όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ, το βάρος, το επίπεδο γλυκόζης στο αίμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Ήταν, επίσης, ανεξάρτητη από το ενδεχόμενο κατάθλιψης ή από το εάν ο συμμετέχων ζούσε μόνος ή κοινωνικά απομονωμένος.
Η Δρ Ruth Hackett του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του King’s College του Λονδίνου αποσαφηνίζει ότι η μελέτη κατέστησε εμφανή μία σαφή διάκριση μεταξύ της μοναξιάς και της κοινωνικής απομόνωσης υπό την έννοια ότι η απομόνωση ή ότι το να ζει κάποιος μόνος δεν αποτελεί προγνωστικό δείκτη της εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2, σε αντίθεση με τη μοναξιά η οποία καθορίζεται από την ποιότητα των σχέσεων ενός ανθρώπου. Ένας άνθρωπος βιώνει μοναξιά όταν νιώθει πως οι κοινωνικές του ανάγκες δεν ικανοποιούνται. Η μοναξιά αντανακλά μία ανισορροπία μεταξύ των επιθυμητών και των πραγματικών κοινωνικών σχέσεων. Το ένα πέμπτο των ενηλίκων στο Ηνωμένο Βασίλειο και το ένα τρίτο των ενηλίκων στις ΗΠΑ αναφέρουν ότι αισθάνονται μοναξιά μερικές φορές. Δείτε σχετικά: Διαβήτης τύπου 1 μηχανισμός: Nέο πειραματικό σύστημα για ακριβέστερη μελέτη
Καταγράφεται ολοένα και αυξανόμενο ενδιαφέρον για την επίδραση της μοναξιάς στην υγεία και προηγούμενες έρευνες έχουν συσχετίσει τη μοναξιά με αυξημένο κίνδυνο θανάτου και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Αυτή είναι η πρώτη μελέτη που ήλθε να διερευνήσει τη συσχέτιση μεταξύ μοναξιάς και μεταγενέστερης εκδήλωσης διαβήτη τύπου 2. Τα αποτελέσματα δύναται να έχουν επιπτώσεις υπό το φως πρόσφατων ερευνητικών ευρημάτων ότι οι πάσχοντες από διαβήτη διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από τη νόσο COVID-19.
Η μελέτη καταδεικνύει ότι η παρατεταμένη μοναξιά μπορεί να έχει ρόλο στην εκδήλωση διαβήτη, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι καραντίνες και τα αυστηρά μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης θα μπορούσαν ενδεχομένως να επιβαρύνουν την ευαισθησία των ανθρώπων εάν μέσω της πανδημίας εάν η αίσθηση της μοναξιάς παραταθεί για μεγάλο διάστημα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ένα πιθανό βιολογικό αίτιο πίσω από τη συσχέτιση της μοναξιάς με τον διαβήτη τύπου 2 θα μπορούσε να είναι ο αντίκτυπος της διαρκούς μοναξιάς στο βιολογικό σύστημα που είναι υπεύθυνο για το στρες, το οποίο με την πάροδο του χρόνου επηρεάζει το τον οργανισμό και αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.