Η απώλεια βάρους θα μπορούσε να αποτρέψει ή ακόμα και να αναστρέψει τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο ετήσιο Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας.
Στη μελέτη συμμετείχαν 445.765 άνθρωποι με μέση ηλικία τα 57,2 έτη, εκ των οποίων το 54% ήταν γυναίκες. Ο κληρονομικός κίνδυνος για διαβήτη αξιολογήθηκε με τη χρήση 6,9 εκατομμυρίων γονιδίων, ενώ το ύψος και το βάρος των ατόμων μετρήθηκαν κατά την έναρξη της μελέτης για να υπολογιστεί ο Δείκτης Μάζας Σώματος σε kg/m2. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες σύμφωνα με τον γενετικό κίνδυνο και σε άλλες πέντε σύμφωνα με τον ΔΜΣ.
«Πραγματοποιήσαμε αυτή τη μελέτη για να εξετάσουμε αν ο συνδυασμός του κληρονομικού κινδύνου με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) μπορεί να εντοπίσει τους ανθρώπους που διατρέχουν τον υψηλότερο κίνδυνο για διαβήτη. Έτσι, οι στρατηγικές πρόληψης θα μπορέσουν να επικεντρωθούν σε αυτούς», εξηγεί ο επικεφαλής ερευνητής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cambridge και του Μιλάνου, Δρ. Brian Ference. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τους συμμετέχοντες μέχρι τη μέση ηλικία των 65,2 ετών, διάστημα κατά το οποίο 31.298 άνθρωποι ανέπτυξαν διαβήτη τύπου 2. Όσοι ανήκαν στην ομάδα με τον υψηλότερο ΔΜΣ (34,5 kg/m2 κατά μέσο όρο) είχαν 11 φορές αυξημένο κίνδυνο διαβήτη σε σχέση με τους συμμετέχοντες της ομάδας με τον χαμηλότερο ΔΜΣ (21.7 kg/m2 κατά μέσο όρο). Επίσης, η πρώτη ομάδα είχε μεγαλύτερες πιθανότητες ανάπτυξης διαβήτη από όλες τις άλλες ομάδες ΔΜΣ, ανεξάρτητα από τον γενετικό κίνδυνο.
«Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι ο Δείκτης Μάζας Σώματος αποτελεί έναν πολύ ισχυρότερο παράγοντα κινδύνου για τον διαβήτη από τη γενετική προδιάθεση», σχολιάζει ο Δρ. Ference. Στη συνέχεια, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν στατιστικές μεθόδους για να εκτιμήσουν αν οι πιθανότητες διαβήτη σε ανθρώπους με υψηλό ΔΜΣ θα ήταν ακόμη περισσότερες αν ήταν παχύσαρκοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, διαπιστώνοντας τελικά ότι η διάρκεια του αυξημένου ΔΜΣ δεν έπαιζε κάποιο ρόλο στον κίνδυνο για διαβήτη.
«Αυτό δείχνει ότι όταν οι άνθρωποι ξεπερνούν ένα ορισμένο όριο στον ΔΜΣ, οι πιθανότητές τους για διαβήτη αυξάνονται και παραμένουν σε αυτό το επίπεδο υψηλού κινδύνου ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα για το οποίο είναι υπέρβαροι», τονίζει ο καθηγητής και σημειώνει ότι το όριο αυτό είναι μάλλον διαφορετικό από άνθρωπο σε άνθρωπο και ότι, όταν ξεπερνιέται, είναι το σημείο που αρχίζουν να αναπτύσσονται τα μη φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου στο αίμα.
«Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι τα περισσότερα περιστατικά διαβήτη θα μπορούσαν να αποφευχθούν με τη διατήρηση του Δείκτη Μάζας Σώματος κάτω από το όριο που πυροδοτεί τα μη φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου. Αυτό σημαίνει πως, για την πρόληψη του διαβήτη, θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά τόσο ο ΔΜΣ όσο και το σάκχαρο στο αίμα. Όταν, λοιπόν, ένας άνθρωπος αρχίζει να εμφανίζει προβλήματα σακχάρου, οι προσπάθειες απώλειας βάρους είναι επιτακτικές. Ίσως, τέλος, να είναι πιθανό να αναστρέψει τον διαβήτη χάνοντας βάρος στα πρώτα στάδια, πριν την εμφάνιση της μόνιμης βλάβης», καταλήγει ο καθηγητής.