Η πρώτη γενετική έρευνα από το University of South Australia δείχνει άμεση σχέση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και υψηλών επιπέδων φλεγμονής, δίνοντας σημαντικό βιοδείκτη για τον εντοπισμό ανθρώπων με υψηλότερο κίνδυνο για χρόνιες νόσους με φλεγμονώδη ‘’συστατικό’’ (ή για την έντασή τους).
Η έρευνα εξέτασε γενετικά στοιχεία 294 .970 ανθρώπων και έδειξε σχέση μεταξύ βιταμίνης D και επιπέδων C-αντιδρώσας πρωτείνης-δείκτη φλεγμονής. Ο ερευνητής Dr Ang Zhou, δήλωσε ότι τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η ενίσχυση της βιταμίνης D σε ανθρώπους με έλλειψη ενδεχομένως μπορεί να μειώσει τη χρόνια φλεγμονή.
Ο Dr Zhou δήλωσε ότι η φλεγμονή είναι ο τρόπος προστασίας των ιστών από τον οργανισμό σε περίπτωση τραυματισμού ή λοίμωξης. Υψηλά επίπεδα C-αντιδρώσας πρωτείνης δημιουργούνται από το ήπαρ ως απόκριση σε φλεγμονή, δήλωσε ο ερευνητής, επομένως όταν ο οργανισμός έχει χρόνια φλεγμονή εμφανίζει επίσης υψηλότερα επίπεδα αυτής της πρωτείνης.
Η παρούσα έρευνα εξέτασε τη βιταμίνη D και τη C-αντιδρώσα πρωτείνη και ανακάλυψε μονόπλευρη σχέση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D και υψηλών επιπέδων C-αντιδρώσας πρωτείνης, εκφραζόμενης ως φλεγμονή. Ο ερευνητής δήλωσε ότι η ενίσχυση της βιταμίνης D σε ανθρώπους με έλλειψη, ενδεχομένως μπορεί να μειώσει τη χρόνια φλεγμονή συμβάλλοντας στην αποφυγή σχετικών νόσων.
Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στο International Journal of Epidemiology αυξάνει επίσης την πιθανότητα, οι επαρκείς συγκεντρώσεις βιταμίνης D ενδεχομένως να μετριάζει τις επιπλοκές της παχυσαρκίας ή την ένταση των χρόνιων νόσων με φλεγμονώδες ‘’συστατικό’’, όπως διαβήτη και αυτοάνοσες νόοσυς.